εννεακόσιοι

εννεακόσιοι
και εννιακόσιοι, -ες, -α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. εἰνακόσιοι, Μ ἐννεακόσιοι και ἐνακόσιοι, -αι, -α)
(βλ. εννακόσιοι και ενακόσιοι)
οι εννέα φορές εκατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > -κόσιοι, όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστος (πρβλ. τριάκοντα, τριακοστός), ενώ το -σ- προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση τού -τ- προ τού -ι- (πρβλ. *φυτις > φύσις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εννιακόσιοι — και εννεακόσιοι, ες, α (Α ἐ(ν)νακόσιοι, αι, α Μ ἐννεακόσιοι, αι, α) 1. απόλ. αριθμητ. που εκφράζει ποσότητα εννέα εκατοντάδων 2. (το ουδ. ως ουσ. για χρονολογία) εννιακόσια αντί για το αντίστοιχο τακτικό («γύρω στο 900 μ.Χ.») 3. ως α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • εννιακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α — και εννεακόσιοι, ιες, ια που αποτελούν ποσότητα εννιά εκατοντάδων, οι εννιά φορές εκατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”